ανακοχλάζω

ανακοχλάζω
-ασα, βράζω με δύναμη: Αρκετή ώρα το νερό στο καζάνι ανακοχλάζει.

Νέο ερμηνευτικό λεξικό της νεοελληνικής γλώσσας (Новый толковании словарь современного греческого). 2014.

Игры ⚽ Нужно сделать НИР?

Look at other dictionaries:

  • ανακοχλάζω — 1. βράζω με δύναμη, κοχλάζω 2. αναβράζω ψυχικά, συνταράσσομαι από βρασμό ψυχής. [ΕΤΥΜΟΛ. < ανα * + κοχλάζω. ΠΑΡ. ανακόχλαση, ανακοχλασμός. Η λ. μαρτυρείται από το 1895 από τον Σπυρ. Παγανέλη στην εφημερίδα Εστία] …   Dictionary of Greek

  • ανακοχλασμός — ο [ανακοχλάζω] η ανακόχλαση …   Dictionary of Greek

  • ανακόχλαση — η [ανακοχλάζω] 1. δυνατό βράσιμο, αναβρασμός 2. βρασμός ψυχής, ψυχικός αναβρασμός …   Dictionary of Greek

  • αναφιλητό — το (κ. αναφιλυτό) λυγμός, συνεχείς λυγμοί, σιγανός θρήνος. [ΕΤΥΜΟΛ. Πιθ. < αρχ. αναφλύω «ανακοχλάζω», με ανάπτυξη ενός ενδοσυμφωνικού ι ] …   Dictionary of Greek

Share the article and excerpts

Direct link
Do a right-click on the link above
and select “Copy Link”